- ἐπίλοιπος
- ἐπίλοιποςstill leftmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίλοιπος — η, ο (AM ἐπίλοιπος, ον) [επιλείπω] ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῡ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.) αρχ. μσν. (για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον … Dictionary of Greek
επίλοιπος — η, ο που απομένει, που υπολείπεται, υπόλοιπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πίλοιπος — ἐπίλοιπος , ἐπίλοιπος still left masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλοιπον — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc sg ἐπίλοιπος still left neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίποις — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίποισιν — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπου — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπους — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπων — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπῳ — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)